ὁδηγοῦ

ὁδηγοῦ
ὁδηγέω
lead
pres imperat mp 2nd sg (attic)
ὁδηγέω
lead
imperf ind mp 2nd sg (attic)
ὁδηγός
guide
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • σκούτερ — το, Ν ιδιόμορφο δίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα με μικρούς τροχούς, και κυβισμό που κυμαίνεται από 50 cm2 ώς 225 cm2, οι προδιαγραφές τού οποίου, όπως ο βραδύστροφος και οικονομικός κινητήρας, η προστασία οδηγού, η άνετη θέση τού οδηγού, τό προορίζουν …   Dictionary of Greek

  • πίνακας ελέγχου — Πίνακας μπροστά στη θέση οδήγησης των αυτοκινήτων και των αεροπλάνων, στον οποίο είναι συγκεντρωμένα τα όργανα, οι ενδεικτικές λυχνίες και οι μοχλοί χειρισμού ορισμένων δευτερευόντων συστημάτων που αφορούν στην οδήγηση του οχήματος. Ο πίνακας… …   Dictionary of Greek

  • вожь — ВОЖ|Ь (52), Ѧ с. Проводник; предводитель: помаза ѥмоу ѡчи, и оумывъ си ѡчи ѡ(т) почерпень˫а воды, внезапоу видѣниѥ при˫а таково, ˫ако не трѣбовати вожа, и въ сво˫а си приде. (ὑπηρέτου) ГА XIII XIV, 234а; то се не столпъ водѩше ихъ но анг҃лъ идѩше …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • наставитель — НАСТАВИТЕЛ|Ь (1*), А с. Наставник: чл҃вка трѣбѹють прѣдъсто˫аща. и наставителѧ. (ὁδηγοῦ) ПНЧ 1296, 49 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • ακυβερνησία — η (Μ ἀκυβερνησία) [ἀκυβέρνητος] νεοελλ. 1. ανυπαρξία ή αστάθεια κυβερνήσεως 2. κακή διακυβέρνηση μσν. έλλειψη κυβερνήτη, οδηγού ή αρχηγού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”